δουλευτάρης

δουλευτάρης
-α, -ικο και δουλευταράς, -ού
1. εργατικός, φιλόπονος, δραστήριος
2. εξυπηρετικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δουλευτάρης, -α, -ικο — εργατικός, φιλόπονος: Πήρε άντρα δουλευτάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δουλευτής — ο πληθ. δουλευτάδες, θηλ. εύτρα 1. αυτός που ζει από τη δουλειά του. 2. αυτός που δουλεύει αδιάκοπα, εργατικός, δουλευτάρης: Αφέντης είν ο δουλευτής κι οι ακαμάτες σκλάβοι (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”